στρουθός 1
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουθίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίς — ίδος, ἡ, ΜΑ υποκορ. μικρός στρουθός, πουλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δελφακ ίς)] … Dictionary of Greek